- προσορίζω
- Α1. περιλαμβάνω εντός τών συνόρων και, κυρίως, προσθέτω μια χώρα στα όρια μιας επικράτειας2. (το ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («προσορίζω χρόνον πένθους», Πλούτ.)3. (ως αμτβ.) βρίσκομαι κοντά σε έναν τόπο, είμαι όμορος με κάποιον, συνορεύω4. μέσ. προσορίζομαιπροσθέτω έναν τόπο στο κράτος μου («καταβαλόντες τὴν Ἀσίνην καὶ τὴν γῆν προσορισάμενοι τῇ σφετέρᾳ», Παυσ.)5. φρ. «προσορίζομαι κτῆμά τι»(ως αττ. δικανικός όρος) δηλώνω επιπροσθέτως ότι ένα κτήμα μου είναι υποθηκευμένο προς ένα ποσό χρησιμοποιώντας λίθινα ορόσημα («τὸ μὲν χωρίον ἀποτετιμῆσθαι ταλάντου, τὴν δ' οἰκίαν ὡς προσωρίσατο δισχιλίων», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.